Εντυπωσιακό τείχος μήκους 3,5 χιλιομέτρων και πλάτους 2,80 μέτρων περιέβαλλε την αρχαία πόλη της Βεργίνας, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία από σημαντική αρχαιολογική αποκάλυψη που έδωσε μόλις χθες στη δημοσιότητα ο καθηγητής Παναγιώτης Φάκλαρης. Η επιστημονική ομάδα της ανασκαφής, της οποίας ηγείται, χρονολογεί το εύρημα στην εποχή του Κασσάνδρου (περί το 300 π.Χ.)- περίπου μισό αιώνα μετά την εποχή του Φιλίππου Β΄ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1992 που άρχισε η ανασκαφή του τείχους ουδέποτε δόθηκαν στοιχεία. Η ανασκαφική έρευνα των 17 τελευταίων ετών κάλυψε τα 2/3 του τείχους, που όπως φαίνεται αποτελούν την καλύτερα σωζόμενη οχύρωση της Μακεδονίας.
Το τείχος αποκαλύπτεται διατηρημένο σε εξαιρετική κατάσταση και σε ύψος έως 1,90 μ. Το πάχος των μεταπυργίων φθάνει σε ορισμένα σημεία τα 2,80 μ. Η άνοδος στους πύργους και τις επάλξεις γινόταν με χτιστές κλίμακες, πέντε από τις οποίες έχουν ήδη ερευνηθεί. Δίπλα σε πύργους, καλυμμένες από την ημικυκλική προβολή τους, βρέθηκαν πυλίδες που χρησίμευαν ως έξοδοι για αιφνιδιασμό του εχθρού.
«Όλα τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του τείχους, αλλά και τα ανασκαφικά στοιχεία ομόφωνα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κατασκευή του ανάγεται στα χρόνια της βασιλείας του Κασσάνδρου, εποχή κατά την οποία η Μακεδονία γνωρίζει μια ταραχώδη περίοδο, εμφύλιων συγκρούσεων και εξωγενών επεμβάσεων. Η γεωγραφική θέση της πιερικής αυτής πόλης, πάνω στον αμαξιτό δρόμο που οδηγούσε από τα λιμάνια της Πύδνας και της Μεθώνης προς την Άνω Μακεδονία, καθιστούσε απαραίτητη την οχύρωσή της για την εξασφάλιση και τον έλεγχο της σημαντικής αυτής διάβασης» υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση του καθηγητή Π. Φάκλαρη.
Την αρχαιολογική ανακάλυψη του μνημειώδους τείχους συμπληρώνει πλήθος κινητών ευρημάτων, αλλά και απανθρακωμένων σπόρων από όσπρια και δημητριακά- τροφικά κατάλοιπα της εποχής, που η επιστημονική ομάδα χρονολογεί στον 2ο και 1ο αιώνα π.Χ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1992 που άρχισε η ανασκαφή του τείχους ουδέποτε δόθηκαν στοιχεία. Η ανασκαφική έρευνα των 17 τελευταίων ετών κάλυψε τα 2/3 του τείχους, που όπως φαίνεται αποτελούν την καλύτερα σωζόμενη οχύρωση της Μακεδονίας.
Το τείχος αποκαλύπτεται διατηρημένο σε εξαιρετική κατάσταση και σε ύψος έως 1,90 μ. Το πάχος των μεταπυργίων φθάνει σε ορισμένα σημεία τα 2,80 μ. Η άνοδος στους πύργους και τις επάλξεις γινόταν με χτιστές κλίμακες, πέντε από τις οποίες έχουν ήδη ερευνηθεί. Δίπλα σε πύργους, καλυμμένες από την ημικυκλική προβολή τους, βρέθηκαν πυλίδες που χρησίμευαν ως έξοδοι για αιφνιδιασμό του εχθρού.
«Όλα τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του τείχους, αλλά και τα ανασκαφικά στοιχεία ομόφωνα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κατασκευή του ανάγεται στα χρόνια της βασιλείας του Κασσάνδρου, εποχή κατά την οποία η Μακεδονία γνωρίζει μια ταραχώδη περίοδο, εμφύλιων συγκρούσεων και εξωγενών επεμβάσεων. Η γεωγραφική θέση της πιερικής αυτής πόλης, πάνω στον αμαξιτό δρόμο που οδηγούσε από τα λιμάνια της Πύδνας και της Μεθώνης προς την Άνω Μακεδονία, καθιστούσε απαραίτητη την οχύρωσή της για την εξασφάλιση και τον έλεγχο της σημαντικής αυτής διάβασης» υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση του καθηγητή Π. Φάκλαρη.
Την αρχαιολογική ανακάλυψη του μνημειώδους τείχους συμπληρώνει πλήθος κινητών ευρημάτων, αλλά και απανθρακωμένων σπόρων από όσπρια και δημητριακά- τροφικά κατάλοιπα της εποχής, που η επιστημονική ομάδα χρονολογεί στον 2ο και 1ο αιώνα π.Χ.
ΠΗΓΗ:
0 Comments:
Post a Comment